- χουλιάρα
- ημεγεθυντικό του χουλιάρι μεγάλο κουτάλι, κουτάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουλιάρα — η, Ν (ως μεγεθ. τ. τού χουλιάρι) μεγάλο κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
τρυποχουλιάρα — η, Ν 1. τρυπητή κουτάλα 2. μτφ. (για πρόσ.) α) φλύαρος και επιπόλαιος β) σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα + χουλιάρα] … Dictionary of Greek
κεψές — ο (λ. τουρκ.), τρυπητή χουλιάρα, ξαφριστήρι: Ξαφρίσαμε το κρέας με τον κεψέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτάλα — η μεγεθυντικό του κουτάλι μεγάλο κουτάλι, χουλιάρα: Ανακατώνει το φαγητό με την κουτάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)